ανηφόρα

ανηφόρα
η , ανηφόρι τό , ανηφόριά η подъём, дорога в гору

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανηφόρα" в других словарях:

  • ανηφόρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγράφων. * * * η 1. ανωφέρεια, ανηφορικός δρομος 2. μτφ. οι δυσκολίες, τα εμπόδια της ζωής …   Dictionary of Greek

  • ανεβασιά — η ανάβαση, ανηφόρα: Σε λίγο άρχιζε μια απότομη ανεβασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανηφοριά — ανηφοριά, η και ανηφόρα, η ανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»